μυωξό

μυωξό
ο (Α μυωξός)
γενική λόγια ονομασία 7 γενών μυόμορφων τρωκτικών τής οικογένειας glividae τής οικογένειας τών μυωξιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, δυσερμήνευτη όμως, η λ. προήλθε από *μυ-ωκ-ψός, εμφανίζει δηλ. ως α' συνθετικό τη λ. μύω και ως β' τη ρίζα -ωκ- (< *ōkw «όψη, μάτι») με επίθημα -ψο. Κατ' άλλους, η λ. σχηματίστηκε από τα μῦς + χθών «γη», άποψη όχι τόσο πειστική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χοιρογρύλλιος — ὁ, ΜΑ, και χοιρόγρυλλος, ὁ, και χοιρογρύλλιον, τὸ, Α μικρό ζώο που μοιάζει με τον μυωξό και τον αρουραίο («τὸν χοιρογρύλλιον, ὅτι οὐκ ἀνάγει μηρυκισμὸν τοῡτο, καὶ ὁπλὴν οὐ διχηλεῑ, ἀκάθαρτον τοῡτο ὑμῑν», ΠΔ) αρχ. σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ελειόμυς ή ελειός — (eliomys). Σκιουρόμορφο τρωκτικό της οικογένειας των μυωξιδών. Μοιάζει λίγο με τον μυωξό, από τον οποίο διακρίνεται κυρίως από τον χρωματισμό του τριχώματος, από τις μικρότερες διαστάσεις και από τα ακουστικά του πτερύγια, που είναι πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”