- μυωξό
- ο (Α μυωξός)γενική λόγια ονομασία 7 γενών μυόμορφων τρωκτικών τής οικογένειας glividae τής οικογένειας τών μυωξιδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, δυσερμήνευτη όμως, η λ. προήλθε από *μυ-ωκ-ψός, εμφανίζει δηλ. ως α' συνθετικό τη λ. μύω και ως β' τη ρίζα -ωκ- (< *ōkw «όψη, μάτι») με επίθημα -ψο. Κατ' άλλους, η λ. σχηματίστηκε από τα μῦς + χθών «γη», άποψη όχι τόσο πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.